Sunday 21 April 2013

Για(τί) συνταγματική αναθεώρηση;

Ο τίτλος του σύντομου αυτού σημειώματος θέτει δύο ερωτήματα. Το πρώτο αφορά στο γιατί τίθεται, για μία ακόμα φορά, ζήτημα συνταγματικής αναθεώρησης. Το δεύτερο είναι τί σύνταγμα θα θέλαμε να φέρει ενδεχόμενη αναθεώρηση.

Σε ό,τι αφορά στο πρώτο ερώτημα η απάντηση είναι μάλλον προφανής, αν και όχι πειστική. Πέρα από τις αδυναμίες και αστοχίες (ακόμα και στο συνταγματικό σχεδιασμό) της ατελούς ευρωπαϊκής ομοσπονδίωσης, η οικονομική καταρχήν, αλλά πολύ ευρύτερη επί της ουσίας, κρίση θεωρείται (επίσης) απότοκο εγγενών και διαχρονικών παθογενειών της ελληνικής πολιτείας. Η αντιμετώπισή της απαιτεί, μεταξύ άλλων, ριζικές μεταρρυθμίσεις και βαθιές τομές. Πολλοί θεωρούν ότι, λόγω του εύρους των μεταρρυθμίσεων, προαπαιτούμενο για αυτήν την εκ βάθρων αλλαγή πλεύσης, το αποκαλούμενο και ως τέλος της μεταπολίτευσης, είναι η συνταγματική αναθεώρηση. Με άλλα λόγια, η απόφαση για δομική μεταρρύθμιση πολιτείας περνά μέσα από το θεμελιώδη νόμο της,  το «συμβόλαιο» μεταξύ πολίτη και κράτους που ορίζει την πολιτειακή δομή και οργάνωση και θέτει τις κόκκινες γραμμές που η κρατική εξουσία δεν νοείται να περάσει στη σχέση της με τον πολίτη, φορέα δικαιωμάτων και ελευθεριών. Το κοινωνικό συμβόλαιο, όπως κάθε συμβόλαιο, πρέπει να είναι ανοιχτό σε μια επαναδιαπραγμάτευση, ανάλογα με τις επιταγές των καιρών και τις ανάγκες.
Ωστόσο, όσο κι αν κατανοούμε το συμβολισμό που ενέχει μία τέτοια μεταρρύθμιση (εξ’ ου και η συζήτηση περί ευρέσεως φόρμουλας ευρύτερων διαβουλεύσεων και συμμετοχής των πολιτών στη διαδικασία αυτή ή και το «πυροτέχνημα» περί συντακτικής συνελεύσεως), δεν μπορούμε παρά να αποδώσουμε εξόχως περιορισμένη αξία στην όποια συνταγματική αναθεώρηση.
Καταρχήν, το ελληνικό σύνταγμα, πέρα από και παρά τα όσα αναφέρονται στη συνέχεια, αν και ακραία «παραφουσκωμένο», δεν είναι κατ’ ανάγκη ένα «κακό» σύνταγμα. Στέκει άνετα ανάμεσα σε άλλα συντάγματα πολύ πιο ωρίμων και εμπεδωμένων δημοκρατιών. Δεύτερον, και ίσως κυριότερο, κατά το κοινώς λεγόμενο, δεν κάνουν τα ράσα τον παπά. Αυτό που εντέλει κάνει μία πολιτεία «συντεταγμένη», δεν είναι το γραπτό της σύνταγμα, δεν είναι ο νομικός φορμαλισμός, αλλά η ποιότητα και η αποτελεσματικότητα των θεσμών της, το ποιόν των φορέων αυτής, η λογοδοσία και η διαφάνεια, αλλά και η διαδικασία εμπέδωσης ως καθημερινότητας, ως βιωματικής πράξης της συνόλου κοινωνίας της έννοιας του κράτους δικαίου. Κοντολογίς, το σύνταγμα ούτε το πρόβλημα είναι, αλλά ούτε και η λύση. Ας βάλει ο Μανωλιός όσες φορές θέλει τα ρούχα του αλλιώς, η ουσία δεν αλλάζει. Ιδίως σε ένα κράτος με χαμηλότατο επίπεδο δικαιοσύνης, τόσο στο «μίκρο» επίπεδο της καθημερινής απονομής της ως μέσου επίλυσης διαφορών, όσο και, κυρίως, στο «μάκρο», ως θεσμικού αντίβαρου στις, επίσης δυσλειτουργικές, δύο άλλες εξουσίες.
Καλώς ή κακώς, ωστόσο, αναθεώρηση συντάγματος φαίνεται ότι θα γίνει. Έστω κι αν οι υπογράφοντες πιστεύουμε ότι δεν είναι η νούμερο ένα προτεραιότητα, ίσως και να έχει να προσφέρει κάτι. Οπότε πάμε και στοδεύτερο ερώτημα: τί είδους αναθεώρηση;
Σκοπός μας δεν είναι να απαντήσουμε το ερώτημά αυτό. Αντίθετα, επιθυμούμε να συνεισφέρουμε στο διάλογο με ένα διαφορετικό τρόπο, μη συνηθισμένο στον κύκλο των ειδικών επί του θέματος. Καταρτίζουμε, λοιπόν, ως Greek Public Policy Forum ένα ερωτηματολόγιο, το οποίο θα κυκλοφορήσουμε σε ακαδημαϊκούς, ζητώντας τους να απαντήσουν σε ορισμένα ερωτήματα που θα μας επιτρέψουν τόσο να συγκεντρώσουμε συγκεκριμένες προτάσεις, όσο και να καταγράψουμε τάσεις επί του θέματος «τί συνταγματική αναθεώρηση». Επιλέξαμε να αποταθούμε, πέρα από νομικούς, σε ένα ευρύ κύκλο ειδικοτήτων από το γενικότερο πλαίσιο των κοινωνικών επιστημών, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις πέραν αυτών. Αναζητούμε «φρέσκα» πρόσωπα κυρίως, ανθρώπους που έχουν συγκριτική ματιά και εμπειρία.
Τα όσα σύντομα ακολουθούν, πέρα από μία γενικότερη τοποθέτηση για την άποψη μας για το ελληνικό σύνταγμα, σκοπό έχουν να καταστήσουν σαφείς τις κυριότερες «υποθέσεις εργασίας» που βρίσκονται στη βάση της έρευνάς μας. Αποτελούν συστατικό στοιχείο της, την οριοθετούν και είναι, φυσικά, επιδεχόμενες κρίσεως.
Το πρώτο γνώρισμα του συντάγματός μας, θεωρούμε ότι είναι ο συνταγματικός «πληθωρισμός». Καθρέφτης του βερμπαλισμού των συντακτών του (συμπεριλαμβανομένων των αναθεωρητικών), πλεονάζει, υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες που κάλλιστα μπορούν να ρυθμιστούν με την κοινή νομοθετική διαδικασία (ιδίως όταν η αναθεωρητική διαδικασία είναι χρονοβόρος και άτεγκτη, όπως στην ελληνική περίπτωση) και αναγάγει σε ζητήματα συνταγματικής τάξης θέματα (π.χ. ανώτατη εκπαίδευση, βασικός μέτοχος) που προδίδουν αφενός την έλλειψη εμπιστοσύνης του εκάστοτε συνταγματικού νομοθέτη απέναντι στους άλλους θεσμούς (οι οποίοι αφοπλίζονται, με το να «κλειδώνεται» η ρύθμιση στο σύνταγμα, καταλήγοντας έτσι στον περιορισμό του εύρους των δημοκρατικών επιλογών), αλλά και τη στενόμυαλη, αν όχι κουτοπόνηρη, εργαλειακή αντίληψη αυτού περί συντάγματος. Αν χρειάζεται κάτι το ελληνικό σύνταγμα, αυτό είναι μια γερή «δίαιτα».
Ένα δεύτερο γνώρισμα του ελληνικού συντάγματος είναι η απροκάλυπτη, αλλά και για πολλούς λόγους ανεπιθύμητη, προστασία που παρέχει σε συγκεκριμένες ομάδες και κάστες, είτε αυτές είναι επαγγελματικές συντεχνίες, είτε άλλης φύσης, απολαμβάνουσες προνομίων σε βάρος κάθε είδους μειονοτήτων. Δεν υφίσταται λόγος, για παράδειγμα, να ρυθμίζεται στο σύνταγμα πότε συνταξιοδοτούνται οι συμβολαιογράφοι, ούτε ποια είναι η «επικρατούσα» θρησκεία. Το πρώτο ας το αποφασίσει ο κοινός νομοθέτης με βάση τις κατά καιρούς ανάγκες και περιστάσεις, το δεύτερο ας το διαμορφώσει κοινωνία.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί, τέλος, ότι ενδεχομένως να έχει κάποιο ουσιαστικό νόημα η αναθεώρηση αν επιδιώξει τη διόρθωση κακώς κειμένων (π.χ. ευθύνη υπουργών) ή την «αναοριοθέτηση» των τριών εξουσιών με στόχο την περαιτέρω ανεξαρτητοποίησή τους (ιδίως της νομοθετικής, ελεγχόμενης μέσω του «αμαρτωλού» κομματικού ομφάλιου λώρου, από την εκτελεστική, αλλά και στην κατεύθυνση της δικαστικής αυτοδιοίκησης) και τον ουσιαστικό, θεσμικό έλεγχο. Ίσως, εντέλει, να έχει αξία η αναθεώρηση αν επιχειρήσει μερική πολιτειακή «εξισορρόπηση», με ενδεχόμενη θεσμοθέτηση συνταγματικού δικαστηρίου, απομακρυνόμενη από το ανεπιτυχές μοντέλο του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου.
Ο αντίλογος βέβαια είναι ισχυρός. Μπορεί να υπάρξει πλήρης διάκριση νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας σε μη προεδρικό μοντέλο; Θα ήταν ευκταίος ο συγκεντρωτικός έλεγχος συνταγματικότητας και η απότοκος υπερσυγκέντρωση εξουσιών από ένα δικαστήριο που δεν θα το εμπόδιζε τίποτα να εξακολουθήσει να επιδεικνύει ιλαροτραγικό νομικό επαρχιωτισμό, αν όχι σκοταδισμό, τύπου επίσημου αγιασμού για το δικαστηριακό έτος ή ορισμού της ιθαγένειας;
Αλλά είπαμε, οι άνθρωποι κάνουν τους θεσμούς και οι θεσμοί την πολιτεία. Δεν αρκεί να διαπνέει ο Διαφωτισμός τους νόμους, αλλά και τους θεσμούς και αυτό είναι κάτι που εκφεύγει του ρόλου ενός συνταγματικού χάρτη (όπως περίτρανα αποδεικνύει η βρετανική συνταγματική εμπειρία). Κοντολογίς, πρέπει ν’ αλλάξει κι ο Μανωλιός· κι αυτό από μόνο του ένα σύνταγμα δεν μπορεί να το κάνει.
Άρης Γεωργόπουλος, University of Nottingham
Ηλίας Ντίνας, University of Nottingham
Δημήτρης Καγιαρός, University of Hull
Νικήτας Κωνσταντινίδης, London School of Economics
Βασίλης Τζεβελέκος, University of Hull


No comments: